- εικοσάλεπτος
- -η, -ο1. αυτός που έχει αξία είκοσι λεπτών («εικοσάλεπτο κέρμα»)2. το ουδ. ως ουσ. το εικοσάλεπτονόμισμα είκοσι λεπτών, εικοσαράκι3. (για χρόνο) αυτός που διαρκεί είκοσι λεπτά τής ώρας («εικοσάλεπτο διάλειμμα»).
Dictionary of Greek. 2013.