εικοσάλεπτος

εικοσάλεπτος
-η, -ο
1. αυτός που έχει αξία είκοσι λεπτών («εικοσάλεπτο κέρμα»)
2. το ουδ. ως ουσ. το εικοσάλεπτο
νόμισμα είκοσι λεπτών, εικοσαράκι
3. (για χρόνο) αυτός που διαρκεί είκοσι λεπτά τής ώρας («εικοσάλεπτο διάλειμμα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λεπτό — Υποδιαίρεση μονάδων μέτρησης (βλ. λ. μέτρηση και μέτρο). 1. Χρονική μονάδα ίση με το ένα εξηκοστό της ώρας. 2. Μονάδα μέτρησης γωνιών, ίση με το ένα εξηκοστό της μοίρας. 3. Νομισματική μονάδα, ίση με το ένα εκατοστό του ευρώ. * * * και λεφτό, το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”